- ἀναίσιμος
- ἀναίσιμοςunseemlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναίσιμος — ἀναίσιμος, ον (Α) αυτός που δεν αρμόζει, απρεπής, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἴσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισιμῶ] … Dictionary of Greek
ἀναισίμου — ἀναίσιμος unseemly masc/fem/neut gen sg ἀ̱ναισίμου , ἀναισιμόω use up imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) ἀναισιμόω use up pres imperat act 2nd sg (ionic) ἀναισιμόω use up imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… … Dictionary of Greek
αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] … Dictionary of Greek